Κυριακή 29 Αυγούστου 2010
Κάθε φορά που η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακαλύπτει ένα καρτέλ στη χώρα μου, βάζω τα γέλια.
Με μια μόνιμη πιπίλα στο στόμα πάνε κι έρχονται, πάνω από έναν χρόνο, οι ξένοι επιτηρητές, επικριτές, επιθεωρητές και οι βαρύγδουποι μηχανισμοί της Ε.Ε., μαζί με τους επαΐοντες πανεπιστημίων και κυβερνήσεων: Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι στη χώρα δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός.
Ολοι οι παραπάνω έχουν δίκιο στη διαπίστωση. Εχουν άδικο, όμως, στη διατύπωση ότι αυτό αποτελεί πρόβλημα.
Η Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά -και όχι μόνο μικρή αλλά και απομονωμένη. Το μεγάλο πλήθος των προϊόντων που καταναλώνει προέρχεται από τη Δύση και την Ανατολή και όχι από τα Βαλκάνια και την Τουρκία.
Στη μικρή αυτή αγορά οι επιχειρήσεις λειτουργούν με πιο ανθρώπινα παρά με φονικά κριτήρια. Ενας Εγγλέζος, για παράδειγμα, είναι ικανός να οδηγήσει πέντε χιλιόμετρα μακρύτερα για να βρει τη βενζίνη φθηνότερη δύο πένες, κάτι που είναι ξένο με τη νοοτροπία του Ελληνα, ο οποίος θεωρεί ξεφτίλα να κάθεται να ψάχνει με το μίλι για να γλιτώσει 10 λεπτά στο λίτρο της βενζίνης.
Με την ίδια συλλογιστική ο Ελληνας θεωρεί ξεφτίλα, και βαριέται αφόρητα κιόλας, να τρέχει πεντακόσια μέτρα πιο πέρα για να πάρει το γάλα ή την ντομάτα πέντε λεπτά φθηνότερα. Δεν πάει.
Οι Σκοτσέζοι έχουν τη ρετσινιά του τσιγκούνη, αλλά διαβεβαιώνω τους αναγνώστες ότι όλοι οι λαοί από τις Αλπεις και πάνω είναι δραχμοφονιάδες και -με την ελληνική νοοτροπία- γύφτοι.
Ξοδεύουν έναν σκασμό από τον χρόνο τους για να βρουν πού πουλιέται η καρέκλα ένα ευρώ φθηνότερα, το τυρί 20 λεπτά φθηνότερα, η βενζίνη 3 λεπτά φθηνότερα. Κουβαλάνε όλοι εκπτωτικές κάρτες, ακόμα κι αν αυτές αφορούν έκπτωση 10% σε δείπνο εστιατορίου συνολικού λογαριασμού 60 ευρώ: κέρδος 6 ευρώ (6)!
Παλιότερα πίστευα ότι οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί εκτιμούν περισσότερο από τους Ελληνες τον ιδρώτα που χύνουν για να βγάλουν ένα ευρώ, ενώ οι Ελληνες από κόμπλεξ αρχοντοχωριατισμού ντρέπονται να δείξουν ότι τους νοιάζουν τα λεφτά, μην τους πει ο γείτονας ότι «δεν έχουν».
Δεν είχα άδικο, αλλά δεν είχα και δίκιο· η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί είναι πιο παραδόπιστοι από τους Ελληνες και πιο πεινασμένοι για χρήμα. Από τον πιο φτωχό κάτοικο μέχρι τον μεγαλοεπιχειρηματία. Είναι στοιχείο της κουλτούρας τους, από γενιά σε γενιά. Εξηγείται -δεν φτάνει ο χώρος, δεν είναι του παρόντος.
Του παρόντος είναι να διαπιστώσουμε ότι οι έλληνες επιχειρηματίες καυσίμων, τροφίμων, τραπεζών, και πάει λέγοντας, κάθονται σ' ένα τραπέζι και λένε: «Γιατί να σφαζόμαστε; Υπάρχει ψωμί για όλους. Να βάλουμε τις τιμές που θέλουμε, έτσι που να μην είναι ίδιες αλλά ούτε και πολύ διαφορετικές». Εχει ψωμί για όλους.
Μπορεί οι καταναλωτές να μην κερδίζουν απ' αυτή τη συλλογιστική, αλλά σάμπως και η συλλογιστική των καταναλωτών, που «δεν θα ξεφτιλιστούν για να κερδίσουν ένα ευρώ» δεν είναι συγγενής μ' αυτή των επιχειρηματιών;
Στην Ελλάδα, λοιπόν, δεν υπάρχει ανταγωνισμός με την έννοια που τον ζουν, τον θέλουν, τον φαντάζονται οι τροϊκατζήδες και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις της ελεύθερης οικονομίας, γιατί, απλούστατα, παρά τον πρωτογονισμό της εδώ κοινωνίας, δεν υπάρχει ακόμα ανθρωποφαγία.
ΥΓ Μιλώντας για τον ελληνικό πρωτογονισμό στην οικονομία, που είναι ακατανόητος στους ξένους φωστήρες και που δεν τον παίρνουν υπ' όψιν τους ούτε οι ντόπιοι φωστήρες, ας σταθούμε στο εξής, που μοιάζει παράλογο: Οταν ο μαγαζάτορας ή η επιχείρηση δεν έχουν δουλειά ανεβάζουν τις τιμές! Τυχαίο; Δεν νομίζω.
Ο ντόπιος φραγκοφονιάς ελπίζει ότι πουλώντας το φορεματάκι με κέρδος 3.000% του αρκεί να πουλήσει λίγα κομμάτια για να ζήσει το μαγαζί και να βγάλει κέρδος. Του αρκεί; Η μέχρι σήμερα εμπειρία λέει ότι του αρκεί. Γιατί κι ο έλληνας καταναλωτής έχει τη νοοτροπία «μου αρέσει, το παίρνω». Δεν έχει καμιά καταναλωτική συνείδηση με τη δυτική έννοια του όρου. Είναι παρορμητικός και, εμπορικά, θύμα. Είναι όμως δυστυχής; Καθόλου. Πολύ το φχαριστιέται το τσίτι των 20 ευρώ, που το 'χει πληρώσει 400.
Κύλησε ο τέτζερης και βρήκε το καπάκι λοιπόν. Εμείς όμως θα βρεθούμε νηστικοί. Γιατί ξένοι και εγχώριοι φωστήρες απαιτούν να φάμε Σνίτσελ Βιενουά, την ώρα που εμείς έχουμε μόνο γάστρες.
Κάθε φορά που η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακαλύπτει ένα καρτέλ στη χώρα μου, βάζω τα γέλια. Γιατί πρέπει ντε και καλά να γίνουν μισητοί εχθροί (δήθεν) και να σκοτώνονται οι επιχειρηματίες μόνο και μόνο γιατί έτσι απαιτεί το savoir vivre της Αγοράς, αφού υπάρχει ψωμί για όλους χωρίς να μπουν στα έξοδα του ανταγωνισμού (διαφήμιση, προσφορές, προώθηση, έρευνα αγοράς κ.λπ.);
Οποιος από τους έξυπνους ξένους οικονομικούς συμβούλους και επιτηρητές της ελληνικής επικράτειας πιστεύει ότι οι τιμές πέφτουν παγκοσμίως επειδή οι επιχειρηματίες ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον είναι τουλάχιστον ηλίθιος ή απατεώνας.
Οι τιμές πέφτουν όταν το κόστος παραγωγής πέσει δραματικά. Κι αυτό γίνεται όταν η Κίνα, η Ινδία ή η Μιανμάρ αρχίσει να παράγει προϊόντα. Ποτέ όταν η Lagavulin βγάλει ένα πιο φθηνό ουίσκι από την Oban. Ποτέ όταν η Badweiseer βγάλει μια πιο φτηνή μπίρα από την Amstel.
Και εδώ ας ξεβρακώσουμε το παραμύθι: Η Κίνα, η Ινδία, η Μιανμάρ και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις της Ασίας δεν άρχισαν να παράγουν τα δικά τους φτηνά, ανταγωνιστικά προϊόντα. Οι ευρωπαϊκές -κυρίως- εταιρείες ανακάλυψαν τους εργοδουλοπάροικους αυτούς παράδεισους και άρχισαν να παράγουν εκεί φτηνά τα μοσχοπουλημένα στις ευρωπαϊκές αγορές επώνυμα προϊόντα.
Αυτοί δίδαξαν στην Ανατολή την κατασκευή όλων αυτών των πραγμάτων, για τα οποία σήμερα κλαίγεται η Δύση, ότι η Κίνα έχει γίνει βιομηχανική και εμπορική απειλή!
Και οι τιμές ανεβαίνουν και πέφτουν όταν η εξωτερική πολιτική των υπερδυνάμεων και τα τεράστια μαύρα κεφάλαια παίζουν με την τιμή του πετρελαίου, των σιτηρών, των μετοχών.
Η Ελλάδα δεν είναι καμιά παρθένα Μαρία στη διεθνή αγορά. Οι επιχειρηματίες της και οι τραπεζίτες της είναι τόσο κλέφτες όσο και οι ξένοι συνάδελφοί τους. Η διαφορά τους είναι πως οι Ελληνες είναι πρωτόγονα ερασιτέχνες, ακόμα σε σχέση με τους αιμοδιψείς «διεθνείς εταίρους τους». Εχουν ακόμα κάτι ανθρώπινο, συγκρινόμενοι με κείνους. Και γι' αυτό δεν θα ζήσουν.
Το διεθνές φραγκοφονικό σύστημα, έχει αποφασίσει να επιβάλει τους κερδοσκοπικούς και εξουσιαστικούς του κανόνες παγκοσμίως, χρησιμοποιώντας την Ελλάδα σαν παράδειγμα (πού πήγε η ίδια γυρεύοντας γι' αυτό) για να τρομοκρατήσει όποιον άλλον απείθαρχο θέλει κοινωνική πολιτική, υψηλές αμοιβές και εργασιακά δικαιώματα.
Οχι ότι εδώ τα 'χαμε όλα αυτά. Εδώ είχαμε -και έχουμε- πρόνοια και περίθαλψη μπάτε σκύλοι αλέστε αλλά για πέταμα, υψηλότατες αμοιβές στο Δημόσιο, κλεμμένες από τον ιδιωτικό τομέα και εργασιακή ασυδοσία, που αφήνει τους μη δημόσιους υπαλλήλους απροστάτευτους, αλλά τα πέντε δέκατα των εργαζομένων στο απυρόβλητο, χάρη στη διαφθορά των ελεγκτικών, κοινοβουλευτικών και εισπρακτικών μηχανισμών.
Τίποτε απ' όλα αυτά δεν ενδιαφέρει τους ξένους κατακτητές και την κυβέρνηση Κουίσλινγκ. Αυτοί θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα σε όποιον δεν συμμορφώνεται με τη δικτατορία των κεφαλαίων, που προαναγγέλλουν τον θάνατο της ανεξαρτησίας των κρατών, των ατόμων και της ιδιωτικότητας.
Αν ήξεραν λίγο από την Ελλάδα θα γνώριζαν ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι το καλύτερο πεδίο για να στηρίξουν το άλλοθι της μανίας τους.
Αλλά εδώ δεν ξέρουν ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του από Ελλάδα· θα ξέρουν οι ξένοι;
Δεν θα κουραστώ να γράφω ότι τα γερμανικά προϊόντα δεν είναι ανταγωνιστικά επειδή είναι φθηνότερα. Δεν είναι φθηνότερα. Είναι καλύτερα. Είναι ποιοτικότερα. Είναι φερέγγυα. Επομένως, η σαπουνόφουσκα, περί ανταγωνισμού καλό είναι να σπάσει κάποια στιγμή, όπως της αξίζει.
*Η ανωτέρω γνώμη είναι του Γ. Παπαδόπουλου Τετράδη της Ελευθεροτυπίας (δημοσιεύτηκε εδώ) και η ανάρτησή της στο blog δεν σημαίνει ότι την ασπαζόμαστε στο σύνολό της.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου