Διαβάζω τις τελευταίες ημέρες τις εισηγήσεις και την επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την επικύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας και πραγματικά εκπλήσσομαι από το πόσο "ελαφρά" αντιμετωπίζεται το δημοψήφισμα από πολιτικούς και τα κόμματα. Ειδικά τον τελευταίο καιρό οι προτάσεις για δημοψηφίσματα έρχονται η μία μετά την άλλη και τείνουν να εξελιχθούν σε νέα τάση στην πολιτική ζωή του τόπου. Δημοψήφισμα για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του άρθρου 16, δημοψήφισμα για την μεταρρυθμιστική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποιος ξέρει γιατί άλλο; Εδώ το Πα.Σο.Κ. έφτασε να ζητεί δημοψήφισμα ακόμα και όταν συμφωνεί με την κυβερνητική πλειοψηφία για λόγους "δημοκρατικής νομιμότητας"!
Αυτό όμως που ειλικρινά ενοχλεί, τουλάχιστον εμένα, με όλες αυτές τις προτάσεις διεξαγωγής δημοψηφισμάτων δεν είναι η προχειρότητα με την οποία κατατίθενται, όσο η χρησιμοποίησή τους αποκλειστικά ως "εργαλείων" αντιπολιτευτικής τακτικής από το οποιοδήποτε αντιπολιτευόμενο κόμμα. Ποσό μάλλον όταν συνοδεύονται και από απλουστευτικά επιχειρήματα όπως ότι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος αποτελεί την "δικαιότερη" και "δημοκρατικότερη" λύση για την διευθέτηση ζητημάτων επί των οποίων κυβέρνηση και αντιπολίτευση αδυνατούν να συμφωνήσουν. Επιχειρηματολογώντας κατά αυτόν τον τρόπο, η αντιπολίτευση μπορεί πολύ εύκολα μετά να κατακρίνει οποιαδήποτε απόρριψη της προτάσεως από την κυβερνητική πλευρά ως "άδικη" και "αντιδημοκρατική". Ανεξαρτήτως όμως του τι θεωρεί κανείς δίκαιο και τι δημοκρατικό, εδώ εγείρεται ένα πολύ σημαντικότερο θέμα.
Το γεγονός ότι συμπολίτευση και αντιπολίτευση μονίμως διαφωνούν, υποστηρίζοντας πολύ συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, δεν αποτελεί φυσική αναγκαιότητα. Αντιθέτως στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτό συμβαίνει επειδή έτσι το επέλεξαν. Πέραν τούτου η πραγματικότητα δεν είναι σχεδόν ποτέ μαύρη ή άσπρη. Για αυτό και η κοινοβουλευτική λογική επιτάσσει την από κοινού διαβούλευση, την ανταλλαγή επιχειρημάτων και εν τέλει την σύνθεση των αντικρουομένων απόψεων προς όφελος πάντων. Αυτή είναι και η έννοια της λέξεως Κοινοβούλιο και αυτό το καθήκον των βουλευτών ως εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού. Όχι να περιχαρακώνονται πίσω από αμετακίνητες κομματικές θέσεις και να προτείνουν δημοψηφίσματα για όλα καίρια πολιτικά ζητήματα, μεταθέτοντας τις ευθύνες τους στο εκλογικό σώμα.
Ακόμα όμως και με την συμπολίτευση και την αντιπολίτευση μονίμως στις επάλξεις, η λύση μπορεί να μην βρίσκεται στην διενέργεια δημοψηφίσματος. Απ' εναντίας σε ένα ατυχώς σχεδιασμένο δημοψήφισμα ελοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος η έκβασή του να αποτελέσει τροχοπέδη αντί για καταλύτη των εξελίξεων. Παραδείγματος χάριν, ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση αναλαμβάνει κατόπιν πιέσεων από την αντιπολίτευση την δέσμευση να θέσει την οποία προταθείσα ασφαλιστική μεταρρύθμιση σε δημοψήφισμα. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση όμως ως γνωστόν αποτελεί ένα αναγκαίο κακό που θα ζημιώσει τις παρούσες γενεές στοχεύοντας στην διατήρηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για τις μελλοντικές. Έτσι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί μία βιώσιμη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η οποία θα υπερψηφιζόταν από το 51% του εκλογικού σώματος, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των εκλογέων επρόκειτο να ζημιωθεί από αυτήν.
Ανάλογη είναι και η ιστορία του προσφάτου ιρλανδικού δημοψηφίσματος για την μεταρρυθμιστική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λεγομένη και συνθήκη της Λισσαβώνας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το προϊόν ενός επίπονου συμβιβασμού μεταξύ των 27 χωρών μελών με σκοπό την διευκόλυνση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο μίας Ενώσεως 27 ανεξαρτήτων κρατών. Με αυτήν την λογική δεν θα μπορούσε να είναι ούτε επωφελής ούτε ελκυστική για καμία χώρα μέλος, όχι μόνον για την Ιρλανδία. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν αναπόφευκτο ήταν τιθέμενη σε δημοψήφισμα να πέσει εύκολα θύμα της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, ή μάλλον του ημίσεος αυτού που τελικώς προσήλθε στις κάλπες.
Βεβαίως, παρότι η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πανάκεια, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται πως εν τέλει δεν πρέπει και πραγματοποιούνται δημοψηφίσματα. Η διενέργεια δημοψηφίσματος επί θεμελιωδών πολιτικών ζητημάτων αποτελεί υποχρέωση κάθε συντεταγμένης πολιτείας, η οποία λειτουργεί στην βάση της λαϊκής κυριαρχίας. Στην πράξη όμως χρειάζεται και η σχετική νομοθετική μέριμνα που θα καθορίζει ρητά και με σαφήνεια το ποια ζητήματα και με ποιο ακριβώς τρόπο θα τίθενται στην κρίση του εκλογικού σώματος. Στην Ελλάδα δυστυχώς τέτοια μέριμνα δεν υπάρχει, παρά μόνον μία γενικόλογη πρόβλεψη για δημοψηφίσματα στο άρθρο 44 του Συντάγματος. Έτσι κατ' ουσίαν η διενέργεια δημοψηφίσματος βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας
Ποια κυβέρνηση όμως θα έθετε στην κρίση του εκλογικού σώματος την οποιαδήποτε πολιτική της επιλογή όταν μπορεί να αρκεστεί στις ψήφους των βουλευτών της; Καμία! Για αυτό και 34 χρόνια τώρα δεν έγινε ποτέ ούτε ένα δημοψήφισμα ακόμα και για κρισιμότατα ζητήματα όπως η είσοδος της Ελλάδος στην τότε Ε.Ο.Κ. ή η αλλαγή του νομίσματος από την δραχμή στο ευρώ. Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν η αντιπολίτευση μπορεί να χρησιμοποιεί το δημοψήφισμα ελεύθερα στους αντιπολιτευτικούς της σχεδιασμούς καταθέτοντας σχετικές προτάσεις κατά το δοκούν. Στην ουσίαν γνωρίζει με βεβαιότητα ότι η συμπολίτευση θα τις απορρίψει και τα δημοψηφίσματα στην Ελλάδα θα μένουν όνειρα θερινής νυκτός.
Αυτό όμως που ειλικρινά ενοχλεί, τουλάχιστον εμένα, με όλες αυτές τις προτάσεις διεξαγωγής δημοψηφισμάτων δεν είναι η προχειρότητα με την οποία κατατίθενται, όσο η χρησιμοποίησή τους αποκλειστικά ως "εργαλείων" αντιπολιτευτικής τακτικής από το οποιοδήποτε αντιπολιτευόμενο κόμμα. Ποσό μάλλον όταν συνοδεύονται και από απλουστευτικά επιχειρήματα όπως ότι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος αποτελεί την "δικαιότερη" και "δημοκρατικότερη" λύση για την διευθέτηση ζητημάτων επί των οποίων κυβέρνηση και αντιπολίτευση αδυνατούν να συμφωνήσουν. Επιχειρηματολογώντας κατά αυτόν τον τρόπο, η αντιπολίτευση μπορεί πολύ εύκολα μετά να κατακρίνει οποιαδήποτε απόρριψη της προτάσεως από την κυβερνητική πλευρά ως "άδικη" και "αντιδημοκρατική". Ανεξαρτήτως όμως του τι θεωρεί κανείς δίκαιο και τι δημοκρατικό, εδώ εγείρεται ένα πολύ σημαντικότερο θέμα.
Το γεγονός ότι συμπολίτευση και αντιπολίτευση μονίμως διαφωνούν, υποστηρίζοντας πολύ συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, δεν αποτελεί φυσική αναγκαιότητα. Αντιθέτως στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτό συμβαίνει επειδή έτσι το επέλεξαν. Πέραν τούτου η πραγματικότητα δεν είναι σχεδόν ποτέ μαύρη ή άσπρη. Για αυτό και η κοινοβουλευτική λογική επιτάσσει την από κοινού διαβούλευση, την ανταλλαγή επιχειρημάτων και εν τέλει την σύνθεση των αντικρουομένων απόψεων προς όφελος πάντων. Αυτή είναι και η έννοια της λέξεως Κοινοβούλιο και αυτό το καθήκον των βουλευτών ως εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού. Όχι να περιχαρακώνονται πίσω από αμετακίνητες κομματικές θέσεις και να προτείνουν δημοψηφίσματα για όλα καίρια πολιτικά ζητήματα, μεταθέτοντας τις ευθύνες τους στο εκλογικό σώμα.
Ακόμα όμως και με την συμπολίτευση και την αντιπολίτευση μονίμως στις επάλξεις, η λύση μπορεί να μην βρίσκεται στην διενέργεια δημοψηφίσματος. Απ' εναντίας σε ένα ατυχώς σχεδιασμένο δημοψήφισμα ελοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος η έκβασή του να αποτελέσει τροχοπέδη αντί για καταλύτη των εξελίξεων. Παραδείγματος χάριν, ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση αναλαμβάνει κατόπιν πιέσεων από την αντιπολίτευση την δέσμευση να θέσει την οποία προταθείσα ασφαλιστική μεταρρύθμιση σε δημοψήφισμα. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση όμως ως γνωστόν αποτελεί ένα αναγκαίο κακό που θα ζημιώσει τις παρούσες γενεές στοχεύοντας στην διατήρηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για τις μελλοντικές. Έτσι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί μία βιώσιμη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η οποία θα υπερψηφιζόταν από το 51% του εκλογικού σώματος, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των εκλογέων επρόκειτο να ζημιωθεί από αυτήν.
Ανάλογη είναι και η ιστορία του προσφάτου ιρλανδικού δημοψηφίσματος για την μεταρρυθμιστική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λεγομένη και συνθήκη της Λισσαβώνας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το προϊόν ενός επίπονου συμβιβασμού μεταξύ των 27 χωρών μελών με σκοπό την διευκόλυνση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο μίας Ενώσεως 27 ανεξαρτήτων κρατών. Με αυτήν την λογική δεν θα μπορούσε να είναι ούτε επωφελής ούτε ελκυστική για καμία χώρα μέλος, όχι μόνον για την Ιρλανδία. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν αναπόφευκτο ήταν τιθέμενη σε δημοψήφισμα να πέσει εύκολα θύμα της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, ή μάλλον του ημίσεος αυτού που τελικώς προσήλθε στις κάλπες.
Βεβαίως, παρότι η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πανάκεια, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται πως εν τέλει δεν πρέπει και πραγματοποιούνται δημοψηφίσματα. Η διενέργεια δημοψηφίσματος επί θεμελιωδών πολιτικών ζητημάτων αποτελεί υποχρέωση κάθε συντεταγμένης πολιτείας, η οποία λειτουργεί στην βάση της λαϊκής κυριαρχίας. Στην πράξη όμως χρειάζεται και η σχετική νομοθετική μέριμνα που θα καθορίζει ρητά και με σαφήνεια το ποια ζητήματα και με ποιο ακριβώς τρόπο θα τίθενται στην κρίση του εκλογικού σώματος. Στην Ελλάδα δυστυχώς τέτοια μέριμνα δεν υπάρχει, παρά μόνον μία γενικόλογη πρόβλεψη για δημοψηφίσματα στο άρθρο 44 του Συντάγματος. Έτσι κατ' ουσίαν η διενέργεια δημοψηφίσματος βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας
Ποια κυβέρνηση όμως θα έθετε στην κρίση του εκλογικού σώματος την οποιαδήποτε πολιτική της επιλογή όταν μπορεί να αρκεστεί στις ψήφους των βουλευτών της; Καμία! Για αυτό και 34 χρόνια τώρα δεν έγινε ποτέ ούτε ένα δημοψήφισμα ακόμα και για κρισιμότατα ζητήματα όπως η είσοδος της Ελλάδος στην τότε Ε.Ο.Κ. ή η αλλαγή του νομίσματος από την δραχμή στο ευρώ. Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν η αντιπολίτευση μπορεί να χρησιμοποιεί το δημοψήφισμα ελεύθερα στους αντιπολιτευτικούς της σχεδιασμούς καταθέτοντας σχετικές προτάσεις κατά το δοκούν. Στην ουσίαν γνωρίζει με βεβαιότητα ότι η συμπολίτευση θα τις απορρίψει και τα δημοψηφίσματα στην Ελλάδα θα μένουν όνειρα θερινής νυκτός.
4 σχόλια:
Κανονικά το ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί στους λαούς των κρατών - για να έχουμε μια ξεκάθαρη απάντηση και να μην τα βάφει μαυρα η Ένωση κάθε φορά - δεν θα πρεπε να συνδέεται με τις Συνθήκες αλλά πολύ απλά "θέλετε να είμαστε μέλος της ΕΕ ή όχι;". Τόσο απλά. Δεν θέλει η Ιρλανδία; Δεν την κρατάει κανείς. Θέλει; Θα κυρώσει τη Συνθήκη. Καθαρά και με διαφάνεια.
Pregmatika sthn ellada theloume ena dimipsifisma gia ola. Alla se ayto pou exeis dikio einai pos oloi osoi to zitoun den to kanoun giati pistevoun pos ayto prepei na ginei alla giati kseroun pos tha arnithei h kivernisi kai to xrisimopoioun psifothirika enantion ths meta. Exoume ekseftelisei thn enia tou dimopsifismatos stin ellada.
με την τελευταια σου προταση το εχεις καλυψει πληρως το θεμα
ουδεν σχολιο λοιπον και βεβαια ισχυει για ολες τις αντιπολιτευσεις
Gia mia akoma fora asxolise me poly oraia themata ektos epikairothtas kai me enan tropo pou emena prosopika me kanei na vlepo ta pragmata allios apoti ta evlepa. H teleytaia sou protash nomizo ta leei ola. Mimpos telika prepei na kanoume dimopsifisma gia to an theloume na kanoume dimopsifisma????
Δημοσίευση σχολίου