Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Χωρίς σχόλια

Εξω από την τράπεζα είναι πολύς κόσμος. Αλλά αυτήν τη γυναίκα δεν μπορεί να μην τη δεις. Είναι σαν να υπάρχει κλοιός γύρω της. Αφήνουν απόσταση οι άνθρωποι, μην τους αγγίξει ο τρόμος. Κρατάει το στόμα με το χέρι της κι έχει μάτια ορθάνοιχτα. Κανείς δεν ξέρει ποιανού μάνα είναι. Αλλά όλοι ξέρουν πως μόλις έμαθε τι συνέβη στο παιδί της. «Μπορεί να κάνουν λάθος». Ενας νεαρός της χαϊδεύει την πλάτη. «Μπορεί να βγήκε από αλλού». Η γυναίκα κοιτάζει τα μαύρα μπαλκόνια του δευτέρου. Σαν να ελπίζει να δει το παιδί της.

Τα κανάλια λένε πως ήταν ένας πιτσιρικάς με γκρι φούτερ που όρμησε με το τσεκούρι στη βιτρίνα κι ένας δεύτερος με κουκούλα στο κεφάλι που τσάκισε το γυαλί με τη βαριοπούλα. Εκείνη την ώρα περνούσαν οι δάσκαλοι στη διαδήλωση. Ενας έτρεξε προς τα παιδιά να τα σταματήσει. Βρέθηκε στο πεζοδρόμιο, με το κεφάλι μες στα αίματα. Κανείς δεν είδε ποιος πέταξε την πρώτη μολότοφ. Κάποιοι είδαν ένα μελαχρινό 25άρη να πετάει μέσα στην τζαμαρία ένα τεράστιο πλαστικό μπουκάλι. Και ύστερα τη βενζίνη να σκάει σε φλόγα και τους υπαλλήλους να κολλάνε στους τοίχους.



Μπρος στη φλόγα, οι διαδηλωτές παγωμένοι. «Ελα! Ελα! Πάμε!», φώναζε η περιφρούρηση. Σχεδόν έσερνε την πορεία να προχωρήσει. Κι όπως οι υπάλληλοι πάλευαν με τις φλόγες ουρλιάζοντας «βοήθεια! Θα πεθάνουμε», κάτι παιδιά από την πορεία τούς απαντούσαν «γαμ..., απεργοσπάστες!». Και ήταν κι ένας ηλικιωμένος, απ' αυτούς που 'χουν περπατήσει χίλιες πορείες, που δεν έβλεπε μπροστά τους ανθρώπους, μόνο αγώνες. «Να καείτε, μ...», φώναξε.

Στα μπαλκόνια του δευτέρου, οι υπάλληλοι της τράπεζας ούτε είχαν καταλάβει τι γίνεται. «Σχεδόν στην πλάκα...», μου λέει ένας νεαρός. ««Αμάν ρε παιδιά! Να μας κάψετε δηλαδή;». Τέτοια μας έλεγαν». Από το ύφος του μόνο καταλαβαίνεις πως αναρωτιέται αν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι. Αν αυτός τους είδε ζωντανούς.

Ο μαύρος καπνός

«Εσπασε το τζάμι και σώθηκα. Ενας συνάδελφος το 'σπασε». Η Μαρία Καραγιάννη στα πλάνα των δελτίων είναι η γυναίκα που παλεύει να ανασάνει στο μπαλκόνι. Δύο ώρες μετά, σ' ένα καροτσάκι έξω από τα Επείγοντα στο «Γ. Γεννηματάς» έχει το κεφάλι χωμένο μέσα τα χέρια. Αρχίζει να μιλάει πριν τη ρωτήσεις. «Ηρθε ο μαύρος καπνός και μου 'κοψε την ανάσα». Τα πνευμόνια της είναι ακόμη γεμάτα διοξείδιο του άνθρακα. «Ετρεξα στο μπαλκόνι». Σου μιλάει κι ούτε σε βλέπει. «Ενα λεπτό κράτησε. Δύο το πολύ».

Οι πυροσβέστες το λένε «φαινόμενο της καμινάδας». Οι εφημερίδες, «τραγωδία». Ο καπνός από το ισόγειο μπήκε στο κλιμακοστάσιο και έπνιξε τον τρίτο όροφο. Είναι όλα αυτά που μαθαίνεις μετά... Αν ζήσεις. Πως όταν καίγεται το βερνίκι του ξύλου και τα πλαστικά, ο καπνός είναι τοξικός. «Δεν είχαν εγκαύματα», είπε ο ιατροδικαστής. «Μόνο ο άνδρας λίγο, στα μαλλιά». Με τον τοξικό καπνό, δεν χρειάζεται η φωτιά για να σε σκοτώσει. Αρκεί που αναπνέεις.

Στην τραγωδία του «Κ. Μαρούση», το ένα απ' τα παιδιά που σώθηκαν θυμάται ακόμα πώς είναι: «Μέσα σε δευτερόλεπτα έκαιγα ολόκληρος. Ανέπνεα και ήταν σαν να κατάπινα κάρβουνο. Νόμιζα ότι ήρθε το τέλος. Εκείνη την ώρα, στο παράθυρο είδα τον πυροσβέστη με τη σκάλα».

Αλλά στη Μαρφίν δεν είχε παράθυρα. Ο καπνός πρόλαβε τον Νώντα Τσακάλη στις σκάλες ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο. Βρήκε τη Βιβή Ζούλια στο γραφείο της. Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου κατάλαβε τον κίνδυνο. Πήγε να τρέξει προς το μπαλκόνι.

Οι γονείς της στο Αίγιο, λένε οι δημοσιογράφοι, κατάλαβαν πως κάτι δεν πάει καλά. Στην τηλεόραση η τράπεζα να καίγεται, το κινητό της να μην απαντάει. Ναύλωσαν ταξί να κατέβουν στην Αθήνα. Mέσα στο ταξί τούς βρήκε το τηλεφώνημα. «Η κόρη σας... Ελάτε». Ποτέ δεν σου λένε «πέθανε». Αλλά όποιος έχει λάβει τέτοιο τηλεφώνημα λέει πως από εκείνη τη στιγμή και μετά ξέρεις.

Στα πλάνα του Reuters, το κόκκινο φόρεμα ίσα που διακρίνεται. Το κάγκελο του μπαλκονιού δεν αφήνει να δεις περισσότερα. Μόνο δύο γόβες με κοντό τακούνι προεξέχουν. Τα πόδια σαν να τρέχουν ακόμα.

Κάπου στην Αθήνα, ένας μελαχρινός εικοσιπεντάρης, ένας νεαρός με γκρίζο φούτερ κι ένα παιδί χωρίς κουκούλα κρύβονται στη θαλπωρή του σπιτιού τους. «Ο καθένας μας σέρνει μαζί του τους φίλους του και τους νεκρούς του». Τα μάτια του δημοσιογράφου απέναντί μου είναι κόκκινα από τα δακρυγόνα. Εχει δει πολλά τέτοια για να κλαίει για ξένους νεκρούς. «Πήγαινε τριακόσια μέτρα από τη Μαρφίν, εκεί που ήταν του Κ. Μαρούση και ρώτα ποιος ήταν ο Κοντόπουλος, ο Ρεπάκης κι ο Νεμετζίδης», κάνει. «Μόνο οι γονείς κι οι φίλοι τούς θυμούνται». Ο άνδρας κάνει παύση. «Και κάτι καταραμένοι σαν κι εμάς που κάνουμε φίλους μας τους νεκρούς για να μπορούμε να γράφουμε».


Το ανωτέρω αποτελεί άρθρο της Μαριλης Mαργωμενου δημοσιευμένο στο site της Καθημερινής. Το μεταφέρω, μολονότι δεν είναι η συνήθης πρακτική μας, γιατί έκρινα ότι έπρεπε να το μοιραστώ μαζί σας. Η απεικόνιση των γεγονότων ανωτέρω είναι από μόνη της ικανή να μεταφέρει τα μηνύματα που πρέπει όλοι μας να λαμβάνουμε. Προσωπικά, δεν θέλω να επεκταθώ.

Το link για το άρθρο είναι το ακόλουθο:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_08/05/2010_400263

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ανατριχιαστικό...

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...